- συντεταγμένους
- συντάσσωput in order togetherperf part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συλλοχίζω — Α 1. συνενώνω σε μία στρατιωτική μονάδα («οὕς εἰς ἕν τάγμα ὁ Νέρων συλλοχίσας», Πλούτ.) 2. διαμοιράζω στρατιωτική δύναμη σε μικρότερες μονάδες («δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», Πλούτ.) 3. παρατάσσω στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.… … Dictionary of Greek
Χάλστατ — (Hallstatt). Τοποθεσία επί της ομώνυμης λίμνης, κοντά στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας, όπου εξερευνήθηκε, από τα μέσα του 19ου αι. έως σήμερα, μια προϊστορική νεκρόπολη με περισσότερους από 1.200 τάφους, η οποία έδωσε την ονομασία της στον… … Dictionary of Greek